''Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας''στο θέατρο ''Βεάκη''






Το ''Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας'' του William Shakespear ανέβηκε σε σκηνοθεσία Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια στο θέτρο ''Βεάκη' πυροδοτώντας πλήθος συζητήσεων.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απο την αρχή διότι ''Εν αρχή ἦν ὁ λόγος ''. Επιλέχτηκε μια νέα μετάφραση, αυτή του Γιώργου Μπλάνα η οποία είναι αρκετά πιστή στο πρωτότυπο κείμενο. Ωστόσο η αρχική μετάφραση του Μπλάνα διασκευάστηκε απο τους σκηνοθέτες οι οποίοι πραγματοποίησαν νεωτερικές κειμενικές προσθήκες , υπονομεύοντας σε μεγάλο βαθμό την ποιητική ατμόσφαιρα και τη λυρικότητα του Σαιξπηρικού κειμένου. Λαϊκές φράσεις του τύπου ''ζουμπάς'' που παραπέμπουν σε φάρσες της επιθεώρησης είναι διάχυτες καθ'όλη τη διάρκεια της παράστασης γελοιοποιώντας ένα απο τα λυρικότερα κείμενα του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Ο ''έρωτας'' που είναι η κινητήριος δύναμη του έργου αντιμετωπίζεται επιφανειακά και σατυρικά παρουσιάζοντας την Ελένη να ερωτοτροπεί με τον Δημητριο στο δάσος και την Ερμία να απευθύνεται στο ''Λύσανδρο'' λέγοντας του ''Κάτσε κάτω Λύσανδρε'' σαν να απευθύνεται στον σκύλο της.
Οι συμβολισμοί του έργου επιδεικτικά έτοιμοι προς μαζική κατανάλωση, χείροπέδες στα χέρια της Ιππολύτης απεικονίζουν την απολυταρχία του Θησέα, μάσκα που παραπέμπει σε φίμωτρο, λευκά κοστούμια των αγοριών σε αντίθεση με τα μαυροντυμένα κορίτσια, σκάλες που διαχωρίζουν τα κατώτερα στρώματα απο την δεσποτική εξουσία , είναι μεταξύ άλλων οι συμβολισμοί που κυριαρχούν στην παράσταση.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών ποικίλλουν ως προς την απόδοση. Ο Αιμίλιος Χειλάκης αποδίδει τον ''Θησέα'' και τον ''Όμπερον'' με μεγάλη υποκριτική άνεση. Άλλωστε κινείται σε γνώριμα μονοπάτια καθώς είναι συνηθισμένος στην ερμηνεία πανούργων ηρώων. Η Αθηνά Μαξίμου ερμηνεύει την ''Ιππολύτη'' και την ''Τιτάνια'' , επιλέγοντας την έντονη σωματικότητα και για τους δύο ρόλους. Ως Ιππολύτη προσπαθεί να απεικονίσει την αμυντική της στάση μέσω του σώματος της κάτι που πετυχαίνει, ως Τιτάνια κερδίζει τις εντυπώσεις χορογραφικά ωστόσο η αλλαγή της φωνής της ακούγεται προσποιητή και η έκφραση της σε τίποτα δεν παραπέμπει σε βασίλισσα των ξωτικών. Η Λένα Δροσάκη καταφέρνει να μεταδώσει με ζωηρότητα την ερωτευμένη ''Ελένη'' και να αποδώσει τόσο κωμικές όσο και δραματικές διαστάσεις στον ρόλο. Η Χριστίνα Χειλά- Φαμέλη ως "Ερμία'' προκαλεί μια δραματουργική σύγχυση αλλάζοντας συνεχώς διάθεση επι σκηνής. Ο Αλέξανδρος Βάρθης και ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς δεν προκαλούν κάποια ιδιαίτερη έκπληξη. Ο Δημήτρης Πιατάς όντας εξαιρετικός κωμικός προκαλεί μια ευχάριστη νότα στην βαριά ατμόσφαιρα του έργου που πολύ συχνά θυμίζει ιλαροτραγωδία και όχι κωμωδία. Το επιτελείο των ''ηθοποιών'' (Κρις Ραντάνοφ, Παναγιώτης Κλίνης, Τίτος Λίτινας, Μιχάλης Πανάδης, Κωνσταντίνος Μουταφτσής ) δεν καταφέρνει να προκαλέσει το γέλιο του κοινού όσο και αν προσπαθεί, τα αστεία είναι κακόγουστα και ως ομάδα δεν έχουν ομοιογένεια . Την μεγαλύτερη έκπληξη προκάλεσε ο Μιχάλης Σαράντης ως ''Πουκ'' ερμηνεύοντας τον ρόλο με εξαιρετική σωματική κίνηση, εκφραστικότητα και έντονη μουσικότητα. Ο Μιχάλης Σαράντης κατάφερε να μετουσιωθεί στο πανούργο ξωτικό και σίγουρα αποτέλεσε το θετικότερο πρόσημο στο θεατρικό αυτο εγχείρημα.
Η πλαισίωση του έργου μέσα απο τον εκθαμβωτικό σκηνικό διάκοσμο του Τέλη Καρανάνου και της Αλεξάνδρας Σιάφκου ήταν ένα στοιχείο που κέρδισε τις εντυπώσεις. Η χρήση των σκαλιών που μετατρέπονταν σε δάσος και τα μυστηριακά σκηνικά προσέδιδαν μια ατμόσφαιρα μαγική και εξωτική.
Η γενικότερη αίσθηση που μένει απο την παράσταση αν εξαιρέσουμε το εκθαμβωτικό σκηνικό, καποιες πολύ ενδιαφέρουσες ερμηνείες και τον απίστευτο Μιχάλη Σαράντη ως ''Πουκ'' είναι οι δραματουργικές αδυναμίες , η εκλαΐκευση του σπουδαίου αυτού Σαιξπηρικού κειμένου και η κρίση της δραματουργικής ταυτότητας της παράστασης που άλλοτε θύμιζε τραγωδία και άλλοτε επιθεωρησιακή σάτιρα.